- κοπανάω
- κοπανάω (σπάν. κοπανώ), κοπάνησα, κοπανισμένος βλ. πίν. 58——————Σημειώσεις:κοπανάω : ο τύπος κοπανίζω (Τριανταφυλλίδης, 1941, σελ. 358) δε χρησιμοποιείται πια στην κοινή νεοελληνική.Έχει επιβιώσει η μτχ. κοπανισμένος και το επίθετο κοπανιστός.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.