κοπανάω

κοπανάω
κοπανάω (σπάν. κοπανώ), κοπάνησα, κοπανισμένος βλ. πίν. 58
——————
Σημειώσεις:
κοπανάω : ο τύπος κοπανίζω (Τριανταφυλλίδης, 1941, σελ. 358) δε χρησιμοποιείται πια στην κοινή νεοελληνική.
Έχει επιβιώσει η μτχ. κοπανισμένος και το επίθετο κοπανιστός.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοπανώ — άω [κόπανος] 1. χτυπώ με τον κόπανο, κοπανίζω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη ή σε τρίμμα χτυπώντας με το γουδοχέρι, στουμπίζω 3. υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι διαρκώς και επιμόνως, συνήθως επιπλήττοντάς τον («έκανα ένα λάθος, δεν είναι ανάγκη να μού τό… …   Dictionary of Greek

  • κοπανίζω — και κοπανώ και κοπανάω κοπάνισα, κοπανίστηκα, κοπανισμένος 1. χτυπώ με τον κόπανο: Κοπανίζει τα ρούχα στην πλύση. 2. τρίβω, στουμπάω: Κοπανίζει καρύδια στο γουδί. 3. δέρνω άσχημα: Κάτσε ήσυχα γιατί θα σε κοπανίσω. 4. φρ., «Όλο τα ίδια κοπανάει»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”